- υποδερμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα2. φρ. «υποδερμική ένεση»ιατρ. υποδόρια ένεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδερμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποδερμικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα, ο υποδόριος: Υποδερμικός ιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδόριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα (τη δορά), κάτω από την επιδερμίδα, ο υποδερμικός: Υποδόριος ιστός. – Υποδόριες ενέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)